7/5/13

Θου Κύριε φυλακήν τω στόματί μου



Γονυπετής και σκυμμένη καταγής μπροστά στην αγιογραφία του Άη Γιώργη του Καβαλάρη. Εξόρκιζε με παθιασμένες αλλά ψιθυριστές προσευχές την αμαρτία της. Και δώστου να κινείται ο κορμός της σαν εκκρεμές ώστε το καθαρό της κούτελο, που σπίλωσε χτες, να ακουμπήσει στο πάτωμα ταπεινωμένο μετανοώντας. Και δώστου του η δεξιά παλάμη με ένωμένα τα δάχτυλα στο σημείο του σταυρού, πάνω-κάτω, δεξιά-αριστερά να ξεπλένει από πάνω της σα σφουγγάρι τη ντροπή. Δεν  τολμούσε να υψώσει τα μάτια στον Άγιο. Πώς να τον προσκυνήσει σήμερα, με τι στόμα; Του άναψε το κερί, έβαλε και γενναιόδωρο μπαξίσι στο παγκάρι κι έπεσε στα μαύρα τα μωσαϊκά. 

Από κείνη τη μέρα μπήκε μέσα της ο σατανάς...Από κείνη την μαύρη και σκοτεινή μέρα που είδε την φωτογραφία του διαβόλου στο περιοδικό. Η κουνιάδα της ήταν ο σατανάς ο ίδιος που έδινε λεφτά να αγοράζει τέτοια πράματα. Πού να φανταστεί; Καφέ πήγε να πιει στο σπίτι της- θου-Κύριε, με άσπρα καλλιγραφικά έγραφε απέξω Αρμονία. Πού να φανταστεί; Ένα ζευγάρι αγαπημένο είχε για εξώφυλλο. Ντυμένους. Πού να φανταστεί; Δώσε μου Θε’ μου δύναμη να μην ξαναμαρτήσω. Άη Γιώργη μου, όπως σκότωσες το θεριό, σκότωσέ μου απ΄το μυαλό τις εικόνες που είδα στο περιοδικό του εξαποδώ

Στο προσκέφαλό της ήταν κορνιζωμένος σε καφετί ξύλο με αετοκέφαλες κορυφές ο Εσταυρωμένος, κεντημένος όλος από τα χεράκια της. Όλη μέρα φαϊ και κρασοπότι ανήμερα της Λαμπρής, να μην πουν πως χαλάει την παρέα, έβλεπε χαρούμενο και τον άντρα της, αποπαιδιωμένη πια (τα δυο μεγάλα ούτε ήρθανε στο τραπέζι, ο μικρός δεν είχε πια και την ανάγκη της) δε θέλει πολύ, το έριξε μια φορά κι αυτή έξω. Και βάλε μετά και χωνευτικές ρακές, δε θέλει πολύ, έγινε το κακό. 

Όταν πλάγιασε, πώς της φάνηκε απόψε έτσι λιγωτικός, σαν όταν όταν τον πρωτόδε πριν από είκοσι χρόνια. Ακούμπησε το κεφάλι στο στέρνο του και αυτός κατάλαβε. Την γύρισε ανάσκελα και της ανέβασε το νυχτικό. Αλλά είχε μπει μέσα της ο σατανάς. Γελοχαχάρισαν βλέπεις κι οι άλλες με την απορία της αν θα βγάλει άφθες στο στόμα. Τον αιφνιδίασε. Σηκώθηκε στα γόνατα, του τον έπιασε και τον έχωσε στο στόμα της. Κόντεψε να κάνει εμετό η καημένη. Αλλά λίγο ο αναστεναγμός του που όμοιό του δεν είχε ακούσει, λίγο που εκείνος ξάπλωσε αστραπιαία και της έσπρωχνε μπρος πίσω το κεφάλι, εξακολούθησε θέλοντας και μη. Κι ο Εσταυρωμένος με το ακάνθινο στεφάνι από πάνω τους.

Με τι στόμα τώρα να προσκυνήσει τον άγιο, με τι στόμα να μεταλάβει που δεν έφευγε η στυφή γεύση από τα ζουμιά του αντρός της, ό,τι γαργάρες κι αν έκανε. Με τι μάτια να κοιτάξει τον Άγιο που δεν έφευγε από το νου της η επιθυμία να του το ξανακάνει κι απόψε, να του το κάνει όσο πιο συχνά μπορούσε. Και πού να εξομολογηθεί την αμαρτία της και ποιος να καταλάβει; Μόνο η ζωντοχήρα, η κομμώτρια, θα την ένιωθε γιατί εδώ και χρόνια της άρεσαν κι εκείνης τα ίδια ακριβώς υγρά, του ίδιου ακριβώς παρασκευαστή. Αλλά με τι στόμα να το πουν η μια στην άλλη; 

Δεν υπάρχουν σχόλια: